- αποσκορακίζω
- (ΑΜ ἀποσκορακίζω) [σκορακίζω]νεοελλ.1. διώχνω, πετώ μακριά, στέλνω κατά διαβόλου2. (για αρχαία κείμενα) αποβάλλω, απορρίπτω όσα δεν θεωρώ γνήσια χωρία, εξοβελίζωαρχ.-μσν.στέλνω κάποιον στον διάβολο, αναθεματίζω, καταριέμαι, βλαστημώ.
Dictionary of Greek. 2013.